βαθμίδα

βαθμίδα
Το σκαλί, το σκαλοπάτι· η σκαλιέρα των ναυτικών· το κάθισμα σε ένα αμφιθέατρο· η θέση, η τάξη που καταλαμβάνει κάποιος στη σταδιοδρομία του. (Γεωλ.) Χαρακτηρίζονται β. οι υποδιαιρέσεις τις οποίες καθιέρωσαν οι γεωλόγοι για κάθε σειρά ιζηματογενών πετρωμάτων. Ο καθορισμός των β. βασίζεται στα θαλάσσια αποθέματα. Κάθε β. στρωμάτων διακρίνεται από τις άλλες, ανάλογα με τη στρωματογραφική θέση των στρωμάτων της, τα απολιθώματα που περιέχουν αυτά και από την πετρογραφική σύσταση των πετρωμάτων. Κάθε β. στρωμάτων έχει το όνομα της εποχής του σχηματισμού της. (Ηλεκτρολ.) Β. λέγεται ο ρυθμός μεταβολής του ηλεκτρικού ή μαγνητικού δυναμικού κατά μία διεύθυνση παράλληλη προς το πεδίο. (Μαθημ.) Ο όρος β. σημαίνει στα μαθηματικά το άνυσμα του οποίου οι συνιστώσες ως προς τους τρεις άξονες συντεταγμένων Οχ, Οψ, Oz είναι αντίστοιχα οι μερικές παράγωγοι της συνάρτησης f (x,y,z) που καθορίζει ένα μονόμετρο πεδίο. (Μετεωρ.) Ο όρος σημαίνει στη μετεωρολογία τον ρυθμό μεταβολής ενός μετεωρολογικού μεγέθους σε συνάρτηση με την απόσταση. Η β. πίεσης λέγεται βαροβαθμίδα, η β. θερμοκρασίας θερμοβαθμίδα κλπ. (Μουσ.) Β. είναι η θέση που κατέχει κάθε φθόγγος σε μια μουσική κλίμακα. Υπάρχουν επτά β.: τονική, δεύτερη, μέση, υποδεσπόζουσα, δεσπόζουσα, έκτη β. και προσαγωγέας. Η πρώτη β. στην κλίμακα του ντο είναι το ντο, η δεύτερη το ρε, η τρίτη το μι κ.ο.κ. Μετά τις επτά β. έχουμε τη λεγόμενη oκτάβα, που εξυπηρετεί την επανάληψη της κλίμακας. Βαθμίδες κερκίδας στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου.
* * *
η (AM βαθμίς, Μ και βασμίς) [βαθμός]
σκαλί, σκαλοπάτι
νεοελλ.
1. η θέση του καθενός από τους επτά φθόγγους της διατονικής κλίμακας ως προς τον βασικό φθόγγο ή «βάση» της, την τονική
2. η θέση που καταλαμβάνει κάποιος στην κοινωνία, και ειδικότερα στην πολιτική ή στρατιωτική ιεραρχία
3. (μηχανολ.) η οδοντωτή προεξοχή σε τροχό μηχανής
4. (τοπογρ.) απότομη πτώση του εδάφους, που εκτείνεται οριζόντια ή πλάγια
5. χαρακτηριστική διαμόρφωση του εδάφους σε μεταλλείο ή λατομείο που γίνεται για εκμετάλλευση με ορισμένη μέθοδο
6. η μεταβολή που εμφανίζει ένα μετεωρολογικό στοιχείο ανά μονάδα απόστασης
7. φρ. «βαθμίδες» ή «βαθμίδες επιτόνου» — μικρά κομμάτια σχοινιού που δένονται οριζόντια μεταξύ επιτόνων και χρησιμεύουν για την αναρρίχηση των ναυτικών και χειριστών των ιστίων, σκαλιέρες
αρχ.
1. βάση, υπόβαθρο αγάλματος
2. κοιλότητα άρθρωσης των οστών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βαθμίδα — η 1. σκαλοπάτι, σκαλί. 2. η θέση και η σειρά που κατέχει κανείς στη ζωή ή σ ένα σύστημα: Κατέχει την ανώτατη βαθμίδα στην ιεραρχία της εταιρείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαθμίδα — βαθμίς step fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιμμερίδια βαθμίδα — Βαθμίδα της μάλμιας υποδιάπλασης της ιουρασικής περιόδου του μεσοζωικού αιώνα, ανάμεσα στη λουσιτάνια και στην πορτλάνδια βαθμίδα. Τυπικό πέτρωμά της είναι ο άργιλος, που περιέχει πολυάριθμα οργανικά υπολείμματα, μεταξύ των οποίων και αμμωνίτες.… …   Dictionary of Greek

  • κενομάνια βαθμίδα — Βαθμίδα της ανώτερης κρητιδικής ή νεοκρητιδικής υποδιάπλασης, μεταξύ αλβίου και τουρωνίου βαθμίδας. Τα πετρώματά της περιέχουν ορισμένα απολιθωμένα γένη αμμωνικών (σλενπαχία, ακανθόκερας) και στρώματά της βρέθηκαν στην Ελλάδα, στην Εύβοια, στην… …   Dictionary of Greek

  • ααλένιο ή ααλένιος βαθμίδα — Η ανώτερη βαθμίδα της λάσιας υποδιάπλασης (Lias). H υποδιάπλαση αυτή είναι η αρχαιότερη από τις τρεις υποδιαπλάσεις, στις οποίες υποδιαιρείται η ιουράσιος περίοδος (μεσοζωικός αιώνας), που άρχισε πριν από 195 εκατ. χρόνια και διήρκεσε 60 εκατ.… …   Dictionary of Greek

  • λουσιτάνια βαθμίδα — Η μεσαία από τις πέντε βαθμίδες στις οποίες διαιρείται η μάλμια υποδιάπλαση του ανώτερου ιουρασικού συστήματος του μεσοζωικού αιώνα. Εκτεινόταν χρονικά μεταξύ οξφόρδιας και κιμεριδίας βαθμίδας και υποδιαιρείται σε τρεις υποβαθμίδες: αργόβιο,… …   Dictionary of Greek

  • ραίτια βαθμίδα — Η κατώτερη βαθμίδα της λιάσιας υποδιάπλασης. Χαρακτηρίζεται από αμμωνιτοφόρους σχιστόλιθους στις Ραιτικές Άλπεις και παρουσιάζεται με τη μορφή γεωλογικών στρωμάτων στα οποία κυριαρχεί το απολίθωμα «αβίκουλα κοντόρτα». Στρώματα της βαθμίδας αυτής… …   Dictionary of Greek

  • άλβιο ή άλβιος βαθμίδα — (albian). Είναι η νεότερη βαθμίδα του κατώτερου κρητιδικού του μεσοζωικού αιώνα. Στρώματα της βαθμίδας αυτής παρουσιάζονται σε πολλά μέρη. Χαρακτηριστικό των στρωμάτων αυτών στην Ευρώπη είναι ότι περικλείουν ορισμένα απολιθώματα αμμωνιτών. Στην… …   Dictionary of Greek

  • ετάνζιος βαθμίδα — Η τελευταία βαθμίδα της ιουράσιας περιόδου του μεσοζωικού αιώνα. Παρατηρήθηκε το 1864 από τον Γάλλο γεωλόγο Ε. Ρενεβιέ και αποτελείται από ασβεστολιθικές άμμους ή μάργες με αμμωνίτες …   Dictionary of Greek

  • καλάβρια βαθμίδα — Η αρχαιότερη βαθμίδα του πλειστόκαινου της τεταρτογενούς περιόδου. Συνίσταται στην τυπική περιοχή, όπου παρουσιάζεται από άμμους και χαλίκια που έχουν επικαθήσει σε αρχαιότερα πλειστοκαινικά στρώματα. Στη Μεσσήνη η κ.β. περικλείει τη σημαντική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”